- οὐρητική
- οὐρητικόςinclined to make water muchfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυάδα — η / ῥυάς, άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια τού τριχωτού τής κεφαλής, τριχόπτωση β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών … Dictionary of Greek